- ἀμφιαχυῖα
- ἀμφιάχωperf part act fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιαχυία — ἀμφιαχυῑα, η (Α) (για πτηνά) αυτή που πετά τριγύρω κρώζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή τού ρ. ἀμφιάχω < ἀμφι * + (F)αχωῖα, μετοχή παρακειμένου, χωρίς αναδιπλασιασμό, τού ρ. ἰάχω < *Fι Fάχ ω] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφιάχω — ἀμφιάχω (Α) (για πτηνά) πετώ τριγύρω κρώζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἰάχω, πρβλ. λ. ἀμφιαχυῖα] … Dictionary of Greek
u̯ā̆gh-, suā̆ gh- — u̯ā̆gh , suā̆ gh English meaning: to cry, sound Deutsche Übersetzung: ‘schreien, schallen” Material: Gk. ἠχή, Dor. ἀ̄χά: f. “ clangor, noise”, ἠχώ, οῦς f. “ clangor, sound, tone, Widerhall”, ἦχος (ark. Fᾶχος) m. ds., ἠχέω ‘schalle … Proto-Indo-European etymological dictionary